Ἄρδυς

Ἄρδυς
Ἄρδῡς , Ἄρδυς
fem acc pl
Ἄρδυς
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Άρδυς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους πρώτους ηγεμόνες των Λυδών, γιος του Σαδυάττη, από τον οίκο των Ηρακλειδών (8ος αι. π.Χ.). 2. Γιος του βασιλιά της Λυδίας Γύγη, ιδρυτή της δυναστείας των Μερμναδών (679 630 π.Χ.). Επιχείρησε να… …   Dictionary of Greek

  • Ἄρδυες — Ἄρδυς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρδυν — Ἄρδυς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρδυος — Ἄρδυς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρδυι — Ἄρδυϊ , Ἄρδυς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”